- ημιφυης
- ἡμιφυήςἡμῐ-φυής2выросший наполовину, недоразвитый Men.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ημιφυής — ἡμιφυής, ές (Α) (για φυτά) αυτός που έχει φυτρώσει ή αναπτυχθεί λίγο, ο μισοφυτρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φυης (< φύος), πρβλ. δı φυής, ευ φυής] … Dictionary of Greek
ἡμιφυές — ἡμιφυής half grown masc/fem voc sg ἡμιφυής half grown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek